ἐλάττονος

ἐλάττονος
ἐλάσσων
smaller
gen comp sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κυρτότητα — η (Α κυρτότης, ητος) [κυρτός] 1. η ιδιότητα τού κυρτού, κύρτωμα, καμπούριασμα («τὴν Πλάτωνος... κυρτότητα καὶ τὴν Ἀριστοτέλους τραυλότητα», Πλούτ.) 2. (για γραμμή) καμπυλότητα («ἡ τοῡ μείζοντος κύκλου περιφέρεια καὶ κυρτότης... γίνηται ἐλάττονος… …   Dictionary of Greek

  • μετάληψη — η (ΑM μετάληψις) [μεταλαμβάνω] 1. μετοχή, συμμετοχή («ἀρκεῑ δὴ ἐπὶ λόγων μεταλήψει μεῑναι ἐνδελεχῶς καὶ ξυντόνως», Πλάτ.) 2. εκκλ. α) η συμμετοχή τών κληρικών και τών πιοτών στο μυστήριο τής Θείας Ευχαριστίας μετά τον αγιασμό τών Τιμίων Δώρων, η… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”